εντέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐντέλεια, εντέλει, εντελέχεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντέλεια οι εντέλειες
      γενική της εντέλειας των εντελειών
    αιτιατική την εντέλεια τις εντέλειες
     κλητική εντέλεια εντέλειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντέλεια < ελληνιστική κοινή ἐντέλεια < αρχαία ελληνική ἐντελής < ἐν + τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈde.li.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντέλεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]