εξάδυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξάδυμος η εξάδυμη το εξάδυμο
      γενική του εξάδυμου της εξάδυμης του εξάδυμου
    αιτιατική τον εξάδυμο την εξάδυμη το εξάδυμο
     κλητική εξάδυμε εξάδυμη εξάδυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξάδυμοι οι εξάδυμες τα εξάδυμα
      γενική των εξάδυμων των εξάδυμων των εξάδυμων
    αιτιατική τους εξάδυμους τις εξάδυμες τα εξάδυμα
     κλητική εξάδυμοι εξάδυμες εξάδυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάδυμος < εξά- + -δυμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξάδυμος, -η, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξάδυμος αρσενικό (θηλυκό εξάδυμη)

  • ένα από τα εξάδυμα αδέλφια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]