τρίδυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρίδυμος | η | τρίδυμη | το | τρίδυμο |
γενική | του | τρίδυμου | της | τρίδυμης | του | τρίδυμου |
αιτιατική | τον | τρίδυμο | την | τρίδυμη | το | τρίδυμο |
κλητική | τρίδυμε | τρίδυμη | τρίδυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρίδυμοι | οι | τρίδυμες | τα | τρίδυμα |
γενική | των | τρίδυμων | των | τρίδυμων | των | τρίδυμων |
αιτιατική | τους | τρίδυμους | τις | τρίδυμες | τα | τρίδυμα |
κλητική | τρίδυμοι | τρίδυμες | τρίδυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τρίδυμος, -η, -ο
- που έχει γεννηθεί με άλλα δυο αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα