επαληθευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαληθευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαληθεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]επαληθευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επαληθεύω