επαναπατρισθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναπατρισθείς
επαναπατρισθέντας
η επαναπατρισθείσα το επαναπατρισθέν
      γενική του επαναπατρισθέντος
επαναπατρισθέντα
της επαναπατρισθείσας
επαναπατρισθείσης*
του επαναπατρισθέντος
    αιτιατική τον επαναπατρισθέντα την επαναπατρισθείσα το επαναπατρισθέν
     κλητική επαναπατρισθείς
επαναπατρισθέντα
επαναπατρισθείσα επαναπατρισθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναπατρισθέντες οι επαναπατρισθείσες τα επαναπατρισθέντα
      γενική των επαναπατρισθέντων των επαναπατρισθεισών των επαναπατρισθέντων
    αιτιατική τους επαναπατρισθέντες τις επαναπατρισθείσες τα επαναπατρισθέντα
     κλητική επαναπατρισθέντες επαναπατρισθείσες επαναπατρισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

επαναπατρισθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]