επανεπίχωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανεπίχωση οι επανεπιχώσεις
      γενική της επανεπίχωσης* των επανεπιχώσεων
    αιτιατική την επανεπίχωση τις επανεπιχώσεις
     κλητική επανεπίχωση επανεπιχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεπιχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανεπίχωση < επαν- + επίχωση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχωσις + -ση < ἐπιχώννυμι < χώννυμι < χόω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επανεπίχωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]