επενδυτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pen.ðiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πεν‐δυ‐τής
- τονικό παρώνυμο: επενδύτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επενδυτής αρσενικό (θηλυκό επενδύτρια)
- (οικονομία, επάγγελμα) αυτός που επενδύει χρήματα σε μια επιχείρηση, που κάνει επενδύσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επενδυτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)