επικήδειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικήδειος < αρχαία ελληνική ἐπικήδειος < ἐπί + κηδεία
Επίθετο[επεξεργασία]
επικήδειος
- που σχετίζεται με κηδεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικήδειος αρσενικό
- λόγος που εκφωνείται σε κηδεία