επιπολιτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπολιτισμός < επι- + πολιτισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acculturation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπολιτισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, λόγιο) η διαδικασία (που αφορά μετανάστες ή επήλυδες) υιοθέτησης πολιτισμικών στοιχείων από τον πολιτισμό της κοινωνίας η οποία τους υποδέχεται ή τους ενσωματώνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπολιτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)