επιτελεσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτελεσμένος η επιτελεσμένη το επιτελεσμένο
      γενική του επιτελεσμένου της επιτελεσμένης του επιτελεσμένου
    αιτιατική τον επιτελεσμένο την επιτελεσμένη το επιτελεσμένο
     κλητική επιτελεσμένε επιτελεσμένη επιτελεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτελεσμένοι οι επιτελεσμένες τα επιτελεσμένα
      γενική των επιτελεσμένων των επιτελεσμένων των επιτελεσμένων
    αιτιατική τους επιτελεσμένους τις επιτελεσμένες τα επιτελεσμένα
     κλητική επιτελεσμένοι επιτελεσμένες επιτελεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιτελώ

Μετοχή[επεξεργασία]

επιτελεσμένος, -η, -ο

  • που έχει επιτελεστεί, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]