ετεροδοσοληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροδοσοληψία οι ετεροδοσοληψίες
      γενική της ετεροδοσοληψίας των ετεροδοσοληψιών
    αιτιατική την ετεροδοσοληψία τις ετεροδοσοληψίες
     κλητική ετεροδοσοληψία ετεροδοσοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροδοσοληψία < ετερο- + δοσοληψία < λέξη από άρθρο του καθηγητού Θεοδόρη Τάσιου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετεροδοσοληψία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]