ευεξάλειπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευεξάλειπτος < αρχαία ελληνική εὐεξάλειπτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευεξάλειπτος
- που εξαλείφεται εύκολα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευεξάλειπτος
|