ευφωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευφωτικός < ευ- + φως + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [πιθανό λόγιο ενδογενές δάνειο από euphotic ;]
Επίθετο[επεξεργασία]
ευφωτικός, -ή, -ό
- που έχει επαρκές φως για να επιτελεστεί φωτοσύνθεση (συνήθως αναφέρεται σε θαλάσσια περιοχή)
- ευφωτική ζώνη
- → χρειάζεται παράθεμα