εφοδιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφοδιαστικός < εφοδιάζω + -τικός < αρχαία ελληνική ἐφοδιάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]εφοδιαστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εφοδιαστική
- → δείτε τη λέξη εφοδιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφοδιαστικός