εύγευστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύγευστος η εύγευστη το εύγευστο
      γενική του εύγευστου της εύγευστης του εύγευστου
    αιτιατική τον εύγευστο την εύγευστη το εύγευστο
     κλητική εύγευστε εύγευστη εύγευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύγευστοι οι εύγευστες τα εύγευστα
      γενική των εύγευστων των εύγευστων των εύγευστων
    αιτιατική τους εύγευστους τις εύγευστες τα εύγευστα
     κλητική εύγευστοι εύγευστες εύγευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εύγευστος < ευ- + γεύσις + -τος[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

εύγευστος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]