εὐκτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
γενική | τοῦ | εὐκτηρίου | τῶν | εὐκτηρίων |
δοτική | τῷ | εὐκτηρίῳ | τοῖς | εὐκτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
κλητική ὦ! | εὐκτήριον | εὐκτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐκτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐκτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εὐκτήριον ουδέτερο
- τόπος αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, παρεκκλήσι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εὐχή
- νέα ελληνική: κτήριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)