ζιπαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ζιπαρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζιπάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζιπαρισμένος
|
ζιπαρισμένος
|