ημίφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημίφωνος | η | ημίφωνη | το | ημίφωνο |
γενική | του | ημίφωνου | της | ημίφωνης | του | ημίφωνου |
αιτιατική | τον | ημίφωνο | την | ημίφωνη | το | ημίφωνο |
κλητική | ημίφωνε | ημίφωνη | ημίφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημίφωνοι | οι | ημίφωνες | τα | ημίφωνα |
γενική | των | ημίφωνων | των | ημίφωνων | των | ημίφωνων |
αιτιατική | τους | ημίφωνους | τις | ημίφωνες | τα | ημίφωνα |
κλητική | ημίφωνοι | ημίφωνες | ημίφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημίφωνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ημίφωνος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημίφωνος
|