ημερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ημερώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ημερωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν ημερώσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημερωμένος
|