ημιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιαστικός η ημιαστική το ημιαστικό
      γενική του ημιαστικού της ημιαστικής του ημιαστικού
    αιτιατική τον ημιαστικό την ημιαστική το ημιαστικό
     κλητική ημιαστικέ ημιαστική ημιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιαστικοί οι ημιαστικές τα ημιαστικά
      γενική των ημιαστικών των ημιαστικών των ημιαστικών
    αιτιατική τους ημιαστικούς τις ημιαστικές τα ημιαστικά
     κλητική ημιαστικοί ημιαστικές ημιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαστικός < ημι- + αστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiurban)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.mi.a.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐α‐στι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιαστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]