ημικρανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ημικρανικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ημικρανία ή αναφέρεται σ' αυτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημικρανικός αρσενικό
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από ημικρανίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημικρανικός
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημικρανικός αρσενικό
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από ημικρανίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημικρανικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)