θερμογέφυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈʝe.fi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐γέ‐φυ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμογέφυρα θηλυκό
- επιφάνεια ή σύνολο σημείων απ’ όπου ρέει (φεύγει) η θερμότητα από το εσωτερικό ενός χώρου προς το εξωτερικό περιβάλλον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμογέφυρα