θολερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θολερός η θολερή το θολερό
      γενική του θολερού της θολερής του θολερού
    αιτιατική τον θολερό τη θολερή το θολερό
     κλητική θολερέ θολερή θολερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θολεροί οι θολερές τα θολερά
      γενική των θολερών των θολερών των θολερών
    αιτιατική τους θολερούς τις θολερές τα θολερά
     κλητική θολεροί θολερές θολερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θολερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θολερός[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

θολερός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]