θρασίμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρασίμι τα θρασίμια
      γενική του θρασιμιού των θρασιμιών
    αιτιατική το θρασίμι τα θρασίμια
     κλητική θρασίμι θρασίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρασίμι < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική *θηρασίμιον με σίγηση του ήτα, ουσιαστικοποιημένο υποκοριστικό σε -ιον < αρχαία ελληνική θηράσιμος (που μπορεί να κυνηγηθεί)[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θɾaˈsi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρα‐σί‐μι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρασίμι ουδέτερο

  1. το ψοφίμι
    άλλες μορφές: θνασίμι, χρασίμι (ιδιωματικά)[3]
  2. (μεταφορικά)
    1. (υβριστικό) άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης και ανίκανος
    2. (μειωτικό) ο θρασύδειλος, ο αναιδής[4][3]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. θρασίμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. 3,0 3,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)