θυμιασμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θυμιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]θυμιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θυμιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θυμιασμένος
|
|