θυσιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυσιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
θυσιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θυσιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυσιασμένος
|