θυσιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυσιασμένος η θυσιασμένη το θυσιασμένο
      γενική του θυσιασμένου της θυσιασμένης του θυσιασμένου
    αιτιατική τον θυσιασμένο τη θυσιασμένη το θυσιασμένο
     κλητική θυσιασμένε θυσιασμένη θυσιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυσιασμένοι οι θυσιασμένες τα θυσιασμένα
      γενική των θυσιασμένων των θυσιασμένων των θυσιασμένων
    αιτιατική τους θυσιασμένους τις θυσιασμένες τα θυσιασμένα
     κλητική θυσιασμένοι θυσιασμένες θυσιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυσιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

θυσιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θυσιάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]