ἱέραξ
(Ανακατεύθυνση από ιέραξ)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῐερᾱκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱέραξ | οἱ | ἱέρακες | |
γενική | τοῦ | ἱέρακος | τῶν | ἱεράκων | |
δοτική | τῷ | ἱέρακῐ | τοῖς | ἱέραξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἱέρακᾰ | τοὺς | ἱέρακᾰς | |
κλητική ὦ! | ἱέραξ | ἱέρακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱέρακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱεράκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἱέραξ < *Ϝίρ-ᾱκς όπως φαίνεται σε γλώσσα του Ησύχιου βείρακες (ἱέρακες) < πιθανόν συνδέεται με το ρήμα ἵεμαι (ρίχνομαι, εξορμώ) [1]
- Ο τύπος ἴρηξ, ήδη στον Όμηρο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἱέραξ αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- ἱερακεῖον
- ἱεράκειος
- ἱερακίδιον
- ἱερακίζω
- ἱερακίσκος
- ἱερακιδεύς (ελληνιστική κοινή)
- ἱερακάριος (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἱέραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱέραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)