Μετάβαση στο περιεχόμενο

ιεροπρεπής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἱεροπρεπής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιεροπρεπής η ιεροπρεπής το ιεροπρεπές
      γενική του ιεροπρεπούς* της ιεροπρεπούς του ιεροπρεπούς
    αιτιατική τον ιεροπρεπή την ιεροπρεπή το ιεροπρεπές
     κλητική ιεροπρεπή(ς) ιεροπρεπής ιεροπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεροπρεπείς οι ιεροπρεπείς τα ιεροπρεπή
      γενική των ιεροπρεπών των ιεροπρεπών των ιεροπρεπών
    αιτιατική τους ιεροπρεπείς τις ιεροπρεπείς τα ιεροπρεπή
     κλητική ιεροπρεπείς ιεροπρεπείς ιεροπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιεροπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱεροπρεπής. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -πρεπής.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.e.ɾo.pɾeˈpis /
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιεροπρεπής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ιεροπρεπής, -ής, -ές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]