ιζηματώδης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ιζηματώδης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ίζημα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιζηματώδης