ιονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιονίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ιονισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ιονίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιονισμένος
|