ιουλιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ιουλιανός, -ή, -ό
- που γίνεται κατά τον Ιούλιο
- σχετικός με τον Ιούλιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός / (οικείο) οκτωβριάτικος
- νοεμβριανός / (οικείο) νοεμβριάτικος
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος