ιχνηλατήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχνηλατήσιμος < ιχνηλατώ + -σιμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική traceable (→ δείτε τις λέξεις trace και able • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ιχνηλατήσιμος -η, -ο
- (νεολογισμός) που μπορεί να εντοπιστεί από ένα ίχνος, που μπορεί να ανιχνευθεί, ανιχνεύσιμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχνηλατήσιμος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σιμος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)