κάθειρξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάθειρξη | οι | καθείρξεις |
γενική | της | κάθειρξης* | των | καθείρξεων |
αιτιατική | την | κάθειρξη | τις | καθείρξεις |
κλητική | κάθειρξη | καθείρξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθείρξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάθειρξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάθειρξις καθειργ- + -σις > -ση < καθείργνυμι (κατά, κάθ- + εἵργνυμι}
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.θiɾ.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐θειρ‐ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάθειρξη θηλυκό
- (νομικός όρος) βαριά καταδίκη σε φυλάκιση για κακούργημα
- ※ Οι κυρώσεις ήταν βαριές, ακόμα και ισόβια κάθειρξη! (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάθειρξη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κάθ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)