κίσθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κύσθος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίσθος οἱ κίσθοι
      γενική τοῦ κίσθου τῶν κίσθων
      δοτική τῷ κίσθ τοῖς κίσθοις
    αιτιατική τὸν κίσθον τοὺς κίσθους
     κλητική ! κίσθε κίσθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κίσθω
γεν-δοτ τοῖν  κίσθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίσθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίσθος, -ου αρσενικό

  • (φυτό) ο μικρός θάμνος κίστος του γένους Cistus villosus (αρσενικό) και Cistus salvifolius (θηλυκό)
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.63, p.130, @scaife.perseus
    ἑψεῖν δὲ ἐν τῷ ὕδατι καὶ κισθὸν καὶ ἐλελίσφακον.
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.1.4, @scaife.perseus
    πλείω δέ ἐστι τὶ γένη τὰ τούτων καὶ διαφορὰς ἔχοντα μεγάλας, οἷον κίσθος μήλωθρον ἐρευθεδανὸν σπειραία κνέωρον ὀρίγανος θύμβρα σφάκος ἐλελίσφακος πράσιον κόνυζα μελισσόφυλλον ἕτερα τοιαῦτα·

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]