κίστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίστος οι κίστοι
      γενική του κίστου των κίστων
    αιτιατική τον κίστο τους κίστους
     κλητική κίστε κίστοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Cistus salviifolius

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίστος < αρχαία ελληνική κίστος / κίσθος / κισθός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈki.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κί‐στος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίστος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Cistus στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]