καβάλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καβάλος | οι | καβάλοι |
γενική | του | καβάλου | των | καβάλων |
αιτιατική | τον | καβάλο | τους | καβάλους |
κλητική | καβάλε | καβάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβάλος αρσενικό
- το σημείο του παντελονιού που περιβάλλει τα γεννητικά όργανα
- (ενδυμασία) η ραφή του παντελονιού στο κάτω μέρος που ενώνει το αριστερό με το δεξιό μπατζάκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη καβάλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καβάλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)