καθησυχασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθησυχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθησυχάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
καθησυχασμένος, -η, -ο
- που έχει καθησυχάσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθησυχασμένος
|