καθομολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καθομολογημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθομολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθομολογημένος
|
καθομολογημένος
|