κακοσυντηρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακοσυντηρημένος < κακο- + συντηρημένος
Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]κακοσυντηρημένος, -ή, -ο
- που έχει συντηρηθεί άσχημα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοσυντηρημένος
|