καρβουνιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρβουνιασμένος η καρβουνιασμένη το καρβουνιασμένο
      γενική του καρβουνιασμένου της καρβουνιασμένης του καρβουνιασμένου
    αιτιατική τον καρβουνιασμένο την καρβουνιασμένη το καρβουνιασμένο
     κλητική καρβουνιασμένε καρβουνιασμένη καρβουνιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρβουνιασμένοι οι καρβουνιασμένες τα καρβουνιασμένα
      γενική των καρβουνιασμένων των καρβουνιασμένων των καρβουνιασμένων
    αιτιατική τους καρβουνιασμένους τις καρβουνιασμένες τα καρβουνιασμένα
     κλητική καρβουνιασμένοι καρβουνιασμένες καρβουνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

καρβουνιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]