καρεκλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ɾeˈklas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρε‐κλάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρεκλάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει καρέκλες και άλλα καθίσματα
- (αργκό, μουσική) που του αρέσει η μουσική ντίσκο (οι «καρέκλες», τα καρεκλάδικα τραγούδια) (στο θηλυκό: καρεκλού)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Καρεκλάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρεκλάς (κατασκευαστής)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)