καταγοητευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγοητευμένος η καταγοητευμένη το καταγοητευμένο
      γενική του καταγοητευμένου της καταγοητευμένης του καταγοητευμένου
    αιτιατική τον καταγοητευμένο την καταγοητευμένη το καταγοητευμένο
     κλητική καταγοητευμένε καταγοητευμένη καταγοητευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγοητευμένοι οι καταγοητευμένες τα καταγοητευμένα
      γενική των καταγοητευμένων των καταγοητευμένων των καταγοητευμένων
    αιτιατική τους καταγοητευμένους τις καταγοητευμένες τα καταγοητευμένα
     κλητική καταγοητευμένοι καταγοητευμένες καταγοητευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταγοητευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταγοητεύω / κατα- + γοητευμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

καταγοητευμένος, -η, -ο

  • ιδιαίτερα, πλήρως γοητευμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]