καταναλωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταναλωθείς
καταναλωθέντας
η καταναλωθείσα το καταναλωθέν
      γενική του καταναλωθέντος
καταναλωθέντα
της καταναλωθείσας
καταναλωθείσης*
του καταναλωθέντος
    αιτιατική τον καταναλωθέντα την καταναλωθείσα το καταναλωθέν
     κλητική καταναλωθείς
καταναλωθέντα
καταναλωθείσα καταναλωθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταναλωθέντες οι καταναλωθείσες τα καταναλωθέντα
      γενική των καταναλωθέντων των καταναλωθεισών των καταναλωθέντων
    αιτιατική τους καταναλωθέντες τις καταναλωθείσες τα καταναλωθέντα
     κλητική καταναλωθέντες καταναλωθείσες καταναλωθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταναλωθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του καταναλώνω < κατά + ἀναλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

καταναλωθείς

  1. που καταναλώθηκε, που ξοδεύτηκε, αναλώθηκε, δαπανήθηκε, που έγινε πλήρης χρήση του
    οι καταναλωθείσες ποσότητες, πρώτες ύλες κ.λπ.
    οι καταναλωθέντες όγκοι (υλικών), πόροι, υδατάνθρακες κ.λπ.
    τα καταναλωθέντα τρόφιμα, υλικά κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταναλωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναλώνομαι
  2. θα καταναλωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναλώνομαι