καταρριπτόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταρριπτόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος καταρρίπτω
Μετοχή
[επεξεργασία]καταρριπτόμενος, -η, -ο
- που καταρρίπτεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καταρρίπτω, κατά και ρίπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταρριπτόμενος
|