κατασκοτωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκοτωμένος η κατασκοτωμένη το κατασκοτωμένο
      γενική του κατασκοτωμένου της κατασκοτωμένης του κατασκοτωμένου
    αιτιατική τον κατασκοτωμένο την κατασκοτωμένη το κατασκοτωμένο
     κλητική κατασκοτωμένε κατασκοτωμένη κατασκοτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκοτωμένοι οι κατασκοτωμένες τα κατασκοτωμένα
      γενική των κατασκοτωμένων των κατασκοτωμένων των κατασκοτωμένων
    αιτιατική τους κατασκοτωμένους τις κατασκοτωμένες τα κατασκοτωμένα
     κλητική κατασκοτωμένοι κατασκοτωμένες κατασκοτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

κατασκοτωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]