κηπίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηπίον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κηπίον. Συγχρονικά αναλύεται σε κῆπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηπίον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) κηπάκος → και δείτε τη μορφή κηπίν
- άλλες μορφές: κηπίο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κηπίν
Πηγές
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κηπίν
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κηπίον | τὰ | κηπίᾰ |
γενική | τοῦ | κηπίου | τῶν | κηπίων |
δοτική | τῷ | κηπίῳ | τοῖς | κηπίοις |
αιτιατική | τὸ | κηπίον | τὰ | κηπίᾰ |
κλητική ὦ! | κηπίον | κηπίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κηπίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κηπίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηπίον < κῆπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κηπίον (με υποκοριστική σημασία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηπίον, -ου ουδέτερο
- συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός
- → χρειάζεται παράθεμα Θουκυδίδης, 2.62
- περιβόλι, παρτέρι
- (με υποκοριστική σημασία) κηπάκος, μικρός κήπος
Πηγές
[επεξεργασία]- κηπίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηπίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίον (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίον (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)