κινίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κινίνο τα κινίνα
      γενική του κινίνου των κινίνων
    αιτιατική το κινίνο τα κινίνα
     κλητική κινίνο κινίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική chinina (θηλυκό που θεωρήθηκε πληθυντικός ουδετέρου)[1] < ισπανική quina < κέτσουα kina

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈni.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νί‐νο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κινίνο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • «αυτός ο καφές είναι κινίνο».

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]