κολοκυθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολοκυθιά | οι | κολοκυθιές |
γενική | της | κολοκυθιάς | των | κολοκυθιών |
αιτιατική | την | κολοκυθιά | τις | κολοκυθιές |
κλητική | κολοκυθιά | κολοκυθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολοκυθιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοκυθέα + -ιά με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας [ea] < κολοκυνθέα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.lo.ciˈθça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐κυ‐θιά
- τονικό παρώνυμο: κολοκύθια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολοκυθιά θηλυκό
- (φυτό) κοινή ονομασία για τα φυτά που παράγουν κολοκύθια ή κολοκύθες, το γένος Κολοκύνθη (Cucurbita)
- ομαδικό παιχνίδι παιχνίδι στο οποίο αμφισβητείται το πόσα κολοκύθια κάνει η κολοκυθιά του καθενός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα;: δηλωτικό του συνομιλητή ότι η συζήτηση
- περιστρέφεται γύρω από άχρηστο και χωρίς νόημα παζάρεμα
- "μού έδωσες πέντε, όχι σου έδωσα τέσσερα, όχι ήταν παραπάνω", την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα;
- περιστρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα και δεν καταλήγει πουθενά συνήθως λόγω των αντιρρήσεων του συνομιλητή σε λεπτομέρειες
- περιστρέφεται γύρω από άχρηστο και χωρίς νόημα παζάρεμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιχνίδι
|
[επεξεργασία]
- ↑ κολοκυθιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)