κορασίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κορασίδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορασίδα οι κορασίδες
      γενική της κορασίδας των κορασίδων
    αιτιατική την κορασίδα τις κορασίδες
     κλητική κορασίδα κορασίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομάδα κρίκετ Κορασίδων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορασίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορασίς + -ίδα < ελληνιστική κοινή κοράσιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κόρη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ɾaˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρα‐σί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορασίδα θηλυκό

  1. (σπάνιο) το κορίτσι
  2. (αθλητισμός) αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας
    1. κατηγορία αθλητριών προεφηβικής ηλικίας
      πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]