κοσμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κοσμογράφος | τὸ κοσμογράφον | οἱ, αἱ κοσμογράφοι | τὰ κοσμογράφα |
Γενική | τοῦ, τῆς κοσμογράφου | τοῦ κοσμογράφου | τῶν κοσμογράφων | τῶν κοσμογράφων |
Δοτική | τῷ, τῇ κοσμογράφῳ | τῷ κοσμογράφῳ | τοῖς, ταῖς κοσμογράφοις | τοῖς κοσμογράφοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κοσμογράφον | τὸ κοσμογράφον | τοὺς, τὰς κοσμογράφους | τὰ κοσμογράφα |
Κλητική | κοσμογράφε | κοσμογράφον | κοσμογράφοι | κοσμογράφα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κοσμογράφω | |||
Γενική-Δοτική | κοσμογράφοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμογράφος, -ος, -ον
- που καταγράφει και περιγράφει τον κόσμο